εξομαλισμός

εξομαλισμός
ο (AM ἐξομαλισμός) [εξομαλίζω]
η εξομάλυνση
νεοελλ.
γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο τα σπανιότερα ή τα λιγότερα τείνουν να αφομοιωθούν προς τα ομαλότερα
αρχ.-μσν.
1. η μείωση τών δυσχερειών ενός κειμένου, η ερμηνεία
2. προσαρμογή, εναρμόνιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξομαλισμός — ο 1. η εξομάλιση (βλ. λ.). 2. (γραμμ.), γλωσσικό φαινόμενο όπου τα λιγότερα αφομοιώνονται στην κλίση προς τα περισσότερα ή προς τα ομαλότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξομάλυνση — η 1. ισοπέδωση, ίσασμα, αφαίρεση ανωμαλιών, εξομαλισμός. 2. μτφ., διευθέτηση (διαφορών), τακτοποίηση, ξεκαθάρισμα, ξεμπέρδεμα: Είναι δύσκολη η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών διαφορών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”